Με το όρο ειδική γλωσσική διαταραχή αναφερόμαστε σε παιδιά που παρουσιάζουν από μικρή ηλικία καθυστέρηση στη γλωσσική τους ανάπτυξη (αργούν να μιλήσουν), έχουν δυσκολία στην έκφραση του προφορικού λόγου (διαταραχή εκφραστικού τύπου) ή και στην κατανόηση του λόγου (διαταραχή αντιληπτικού τύπου). Παιδιά που παρουσιάζουν ειδική γλωσσική διαταραχή εμφανίζουν συχνά προβλήματα σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας (φωνολογία, σημασιολογία, σύνταξη/μορφολογία, πραγματολογία).
Δυσκολίες εκφραστικού τύπου:
- Στην φωνολογία: παρουσιάζουν δηλαδή φωνολογική διαταραχή, μιλούν κάνοντας αντικαταστάσεις, απλοποιήσεις, μεταθέσεις φωνημάτων (π.χ. /καβές/ αντί για /καφές/, /πίτι/ αντί /σπίτι/, /πρότα/ αντί /πόρτα/), δυσχεραίνοντας έτσι την καταληπτότητα της ομιλίας τους.
- Στην σημασιολογία (λεξιλόγιο): δυσκολεύονται στην κατονομασία αντικειμένων γιαυτό χρησιμοποιούν περιφραστικές απαντήσεις (π.χ. αντί να μας πουν ότι αυτό είναι «ποτήρι» λένε «αυτό που πίνουμε»), δυσκολία ανάκλησης λεξιλογίου, συμβολικής και αφαιρετικής σκέψης. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν αφηρημένες έννοιες (π.χ. τις εποχές), μπερδεύουν μεταξύ τους λέξεις με κοντινές σημασίες, όπως «μακρύς» με το «ψηλός», το «έφαγα» με το «έχω φάει», καθώς επίσης δεν διακρίνουν σωστά τις σημασίες συνηθισμένων λέξεων, π.χ. «ένας μακρύς άντρας».
- Στην σύνταξη/μορφολογία: κατά τον προφορικό τους λόγο κάνουν συντακτικά λάθη (π.χ. το μαμά, τα παιδιά παίζει). Η γραμματική είναι πιο απλουστευμένη σε σχέση με τα συνομήλικα παιδιά, χρησιμοποιούν απλές δομές προτάσεων (υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο). Υπάρχουν διαταραχές στον τομέα της μορφολογίας όπως, παραλήψεις άρθρων , συνδέσμων, προθέσεων και λανθασμένη χρήση καταλήξεων (π.χ. τα παιδιά παίζει). Οι φράσεις τους δεν έχουν σωστό χρόνο, είναι σχεδόν πάντα στον ενεστώτα και γενικά υπάρχει λάθος τοποθέτηση λέξεων μέσα στην πρόταση (π.χ. έχω δύο γιαγιές, χθες τρώμε στην νονά, τα παιδιά χόρεψε, ο λύκος ήταν μαύρο).
- Στην πραγματολογία: δυσκολεύονται να διατηρήσουν ένα θέμα συζήτησης, φτωχή η συμμετοχή τους σε διάλογο (δίνουν μονολεκτικές απαντήσεις), φτωχή βλεματική επαφή. Δεν αυτοδιορθώνουν τα λάθη τους και σε σοβαρες περιπτώσεις εμφανίζουν ηχολαλίες ( επαναλαμβάνουν αυτά που λέμε).
Δυσκολίες αντιληπτικού τύπου:
- Δυσκολεύονται να καταλάβουν προτάσεις σύνθετης δομής (π.χ. «θέλω να μου φέρεις δύο μολύβια και ένα κόκκινο στυλό που είναι πάνω στο γραφείο στο δωμάτιό μου», «Πριν πας στην τάξη πέρασε από το γραφείο του διευθυντή και άφησε αυτό το βιβλίο»).
- Δυσκολεύονται να κατανοήσουν τις αφηρημένες έννοιες, μεταφορές, παρομοιώσεις, την μέση και την παθητική φωνή, τις χωροχρονικές έννοιες (πάνω-κάτω, αύριο-σήμερα κ.τ.λ.).
Παιδιά που παρουσιάζουν ειδική γλωσσική διαταραχή δυσκολεύονται επίσης στον περιγραφικό/αφηγηματικό λόγο.
Αν ζητηθεί από ένα παιδί να περιγράψει πως πέρασε τη μέρα του στο σχολείο (χωρίς να του κάνουμε καθοδηγητικές ερωτήσεις) αδυνατεί να απαντήσει.
Αν διαβάσουμε στο παιδί ένα παραμύθι/μία ιστορία και του ζητήσουμε μετά να μας το αφηγηθεί/ διηγηθεί με τη σωστή σειρά των γεγονότων, θα παρατηρήσουμε την δυσκολία στον αφηγηματικό του λόγο.
Τέλος, παιδιά με ειδική γλωσσική διαταραχή μπορεί να τα πηγαίνουν πολύ καλά με άλλες δραστηριότητες, όπως γυμναστική, μουσική, χειροτεχνίες, καλλιτεχνικά κ.τ.λ.
Ένα χαρακτηριστικό των παιδιών με ειδική γλωσσική διαταραχή είναι η διαφορά μεταξύ λεκτικής κα πρακτικής νοημοσύνης. Δηλαδή παιδιά με αυτές τις δυσκολίες τα πηγαίνουν πάρα πολύ καλά στο πρακτικό κομμάτι αλλά όχι στο λεκτικό (π.χ. μπορεί να φτιάχνουν με ευκολία πάζλ, κατασκευές αλλά να δυσκολεύονται αρκετά στην έκφραση και στην μαθησιακή διαδικασία.
Παιδία με ειδική γλωσσική διαταραχή δεν σημαίνει ότι παρουσιάζουν όλες τις παραπάνω δυσκολίες.
Η αντιμετώπιση των δυσκολιών όμως είναι καθοριστικής σημασίας για τη Επιτυχή Σχολική Επίδοση.